Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
View word page
διακλύζω
to wash, wash out
ShortDef
to wash, wash out
Debugging
Headword:
διακλύζω
Headword (normalized):
διακλύζω
Headword (normalized/stripped):
διακλυζω
IDX:
21190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21191
Key:
Data
{'content': 'to wash, wash out'}