Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
View word page
διακλονέω
shake violently

ShortDef

shake violently

Debugging

Headword:
διακλονέω
Headword (normalized):
διακλονέω
Headword (normalized/stripped):
διακλονεω
IDX:
21189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21190
Key:

Data

{'content': 'shake violently'}