Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱματωπός
αἱμάτωσις
αἱματώψ
αἱμηρός
Αἰμίλιος
αἱμνίον
αἱμοβαρής
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμοβότος
αἱμοδαιτέω
αἱμόδιψος
αἱμόδωρον
αἱμόκερχνον
Αἱμονία
Αἱμονιαί
Αἰμονίδης
Αἱμονίδης
αἱμοπτυϊκός
αἱμόπυον
αἱμορραγέω
View word page
αἱμοδαιτέω
to revel in blood

ShortDef

to revel in blood

Debugging

Headword:
αἱμοδαιτέω
Headword (normalized):
αἱμοδαιτέω
Headword (normalized/stripped):
αιμοδαιτεω
IDX:
2118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2119
Key:

Data

{'content': 'to revel in blood'}