Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
View word page
διακλίνω
to turn away, retreat

ShortDef

to turn away, retreat

Debugging

Headword:
διακλίνω
Headword (normalized):
διακλίνω
Headword (normalized/stripped):
διακλινω
IDX:
21187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21188
Key:

Data

{'content': 'to turn away, retreat'}