Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακίνημα
διακίνησις
διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
View word page
διακληρόω
to assign by lot, allot

ShortDef

to assign by lot, allot

Debugging

Headword:
διακληρόω
Headword (normalized):
διακληρόω
Headword (normalized/stripped):
διακληροω
IDX:
21185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21186
Key:

Data

{'content': 'to assign by lot, allot'}