Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
διακίνησις
διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
View word page
διακλείω
shut out
ShortDef
shut out
Debugging
Headword:
διακλείω
Headword (normalized):
διακλείω
Headword (normalized/stripped):
διακλειω
IDX:
21182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21183
Key:
Data
{'content': 'shut out'}