Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
διακίνησις
διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλίνω
διάκλισις
View word page
διακίχρημι
to lend to various persons
ShortDef
to lend to various persons
Debugging
Headword:
διακίχρημι
Headword (normalized):
διακίχρημι
Headword (normalized/stripped):
διακιχρημι
IDX:
21178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21179
Key:
Data
{'content': 'to lend to various persons'}