Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
διακίνησις
διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
View word page
διακινέω
to move thoroughly

ShortDef

to move thoroughly

Debugging

Headword:
διακινέω
Headword (normalized):
διακινέω
Headword (normalized/stripped):
διακινεω
IDX:
21174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21175
Key:

Data

{'content': 'to move thoroughly'}