Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
διακίνησις
διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
View word page
διακινδυνεύω
to run all risks, make a desperate attempt, hazard all
ShortDef
to run all risks, make a desperate attempt, hazard all
Debugging
Headword:
διακινδυνεύω
Headword (normalized):
διακινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
διακινδυνευω
IDX:
21173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21174
Key:
Data
{'content': 'to run all risks, make a desperate attempt, hazard all'}