Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
διακίνησις
διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
διακλείω
View word page
διακινδυνευτέον
one must risk

ShortDef

one must risk

Debugging

Headword:
διακινδυνευτέον
Headword (normalized):
διακινδυνευτέον
Headword (normalized/stripped):
διακινδυνευτεον
IDX:
21172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21173
Key:

Data

{'content': 'one must risk'}