Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
διακίνησις
διακιρνάω
διακίχρημι
διάκλασις
διακλάω
διάκλεισις
View word page
διακιβδηλεύω
corrupt
ShortDef
corrupt
Debugging
Headword:
διακιβδηλεύω
Headword (normalized):
διακιβδηλεύω
Headword (normalized/stripped):
διακιβδηλευω
IDX:
21171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21172
Key:
Data
{'content': 'corrupt'}