Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
διακίνησις
διακιρνάω
View word page
διακεχωρισμένως
distinctly

ShortDef

distinctly

Debugging

Headword:
διακεχωρισμένως
Headword (normalized):
διακεχωρισμένως
Headword (normalized/stripped):
διακεχωρισμενως
IDX:
21167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21168
Key:

Data

{'content': 'distinctly'}