Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
διακίνησις
View word page
διακεχυμένως
immoderately
ShortDef
immoderately
Debugging
Headword:
διακεχυμένως
Headword (normalized):
διακεχυμένως
Headword (normalized/stripped):
διακεχυμενως
IDX:
21166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21167
Key:
Data
{'content': 'immoderately'}