Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
διακίνημα
View word page
διακερτομέω
to mock at

ShortDef

to mock at

Debugging

Headword:
διακερτομέω
Headword (normalized):
διακερτομέω
Headword (normalized/stripped):
διακερτομεω
IDX:
21165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21166
Key:

Data

{'content': 'to mock at'}