Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
διακινέω
View word page
διακερματίζομαι
get changed into small coin
ShortDef
get changed into small coin
Debugging
Headword:
διακερματίζομαι
Headword (normalized):
διακερματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διακερματιζομαι
IDX:
21164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21165
Key:
Data
{'content': 'get changed into small coin'}