Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
διακινδυνεύω
View word page
διακεράννυμαι
to be mixed up with

ShortDef

to be mixed up with

Debugging

Headword:
διακεράννυμαι
Headword (normalized):
διακεράννυμαι
Headword (normalized/stripped):
διακεραννυμαι
IDX:
21163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21164
Key:

Data

{'content': 'to be mixed up with'}