Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακελευσμός
διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
διακηρύσσω
διακιβδηλεύω
διακινδυνευτέον
View word page
διακέομαι
repair

ShortDef

repair

Debugging

Headword:
διακέομαι
Headword (normalized):
διακέομαι
Headword (normalized/stripped):
διακεομαι
IDX:
21162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21163
Key:

Data

{'content': 'repair'}