Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
διακήρυξις
View word page
διακεντητέον
one must pierce, puncture

ShortDef

one must pierce, puncture

Debugging

Headword:
διακεντητέον
Headword (normalized):
διακεντητέον
Headword (normalized/stripped):
διακεντητεον
IDX:
21159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21160
Key:

Data

{'content': 'one must pierce, puncture'}