Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
διακεχωρισμένως
διακηρυκεύομαι
View word page
διακέντησις
piercing through

ShortDef

piercing through

Debugging

Headword:
διακέντησις
Headword (normalized):
διακέντησις
Headword (normalized/stripped):
διακεντησις
IDX:
21158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21159
Key:

Data

{'content': 'piercing through'}