Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
διακερτομέω
διακεχυμένως
View word page
διακενόω
empty outright
ShortDef
empty outright
Debugging
Headword:
διακενόω
Headword (normalized):
διακενόω
Headword (normalized/stripped):
διακενοω
IDX:
21156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21157
Key:
Data
{'content': 'empty outright'}