Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
διακερματίζομαι
View word page
διακενῆς
in vain, idly, to no purpose

ShortDef

in vain, idly, to no purpose

Debugging

Headword:
διακενῆς
Headword (normalized):
διακενῆς
Headword (normalized/stripped):
διακενης
IDX:
21154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21155
Key:

Data

{'content': 'in vain, idly, to no purpose'}