Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
διακέομαι
διακεράννυμαι
View word page
διακελευστέον
one must direct

ShortDef

one must direct

Debugging

Headword:
διακελευστέον
Headword (normalized):
διακελευστέον
Headword (normalized/stripped):
διακελευστεον
IDX:
21153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21154
Key:

Data

{'content': 'one must direct'}