Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
διακεντέω
διακέντησις
διακεντητέον
διακένωμα
διακένωσις
View word page
διακελεύομαι
to exhort, give orders, direct
ShortDef
to exhort, give orders, direct
Debugging
Headword:
διακελεύομαι
Headword (normalized):
διακελεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διακελευομαι
IDX:
21151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21152
Key:
Data
{'content': 'to exhort, give orders, direct'}