Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διακελευστέον
διακενῆς
διάκενος
διακενόω
View word page
διακεδάννυμι
scatter abroad

ShortDef

scatter abroad

Debugging

Headword:
διακεδάννυμι
Headword (normalized):
διακεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
διακεδαννυμι
IDX:
21146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21147
Key:

Data

{'content': 'scatter abroad'}