Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διακελευστέον
View word page
διάκαυσις
the use of cautery

ShortDef

the use of cautery

Debugging

Headword:
διάκαυσις
Headword (normalized):
διάκαυσις
Headword (normalized/stripped):
διακαυσις
IDX:
21143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21144
Key:

Data

{'content': 'the use of cautery'}