Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
View word page
διακαυνιάζω
determine by lot

ShortDef

determine by lot

Debugging

Headword:
διακαυνιάζω
Headword (normalized):
διακαυνιάζω
Headword (normalized/stripped):
διακαυνιαζω
IDX:
21142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21143
Key:

Data

{'content': 'determine by lot'}