Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
διακελεύομαι
View word page
διάκαυμα
burning heat

ShortDef

burning heat

Debugging

Headword:
διάκαυμα
Headword (normalized):
διάκαυμα
Headword (normalized/stripped):
διακαυμα
IDX:
21141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21142
Key:

Data

{'content': 'burning heat'}