Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
διακέλευμα
View word page
διακαυλέω
run to stalk
ShortDef
run to stalk
Debugging
Headword:
διακαυλέω
Headword (normalized):
διακαυλέω
Headword (normalized/stripped):
διακαυλεω
IDX:
21140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21141
Key:
Data
{'content': 'run to stalk'}