Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
διακεκριμένως
View word page
διακάτοχος
holding, possessing

ShortDef

holding, possessing

Debugging

Headword:
διακάτοχος
Headword (normalized):
διακάτοχος
Headword (normalized/stripped):
διακατοχος
IDX:
21139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21140
Key:

Data

{'content': 'holding, possessing'}