Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
διακείρω
View word page
διακατοχή
holding in possession

ShortDef

holding in possession

Debugging

Headword:
διακατοχή
Headword (normalized):
διακατοχή
Headword (normalized/stripped):
διακατοχη
IDX:
21138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21139
Key:

Data

{'content': 'holding in possession'}