Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
διάκειμαι
View word page
διακατέχω
hold fast
ShortDef
hold fast
Debugging
Headword:
διακατέχω
Headword (normalized):
διακατέχω
Headword (normalized/stripped):
διακατεχω
IDX:
21137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21138
Key:
Data
{'content': 'hold fast'}