Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
διακεδάννυμι
View word page
διακατελέγχομαι
to confute thoroughly

ShortDef

to confute thoroughly

Debugging

Headword:
διακατελέγχομαι
Headword (normalized):
διακατελέγχομαι
Headword (normalized/stripped):
διακατελεγχομαι
IDX:
21136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21137
Key:

Data

{'content': 'to confute thoroughly'}