Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
διακεάζω
View word page
διακαρτέρησις
endurance, perseverance

ShortDef

endurance, perseverance

Debugging

Headword:
διακαρτέρησις
Headword (normalized):
διακαρτέρησις
Headword (normalized/stripped):
διακαρτερησις
IDX:
21135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21136
Key:

Data

{'content': 'endurance, perseverance'}