Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
διακαυτέον
View word page
διακαρτερέω
to endure to the end, last out
ShortDef
to endure to the end, last out
Debugging
Headword:
διακαρτερέω
Headword (normalized):
διακαρτερέω
Headword (normalized/stripped):
διακαρτερεω
IDX:
21134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21135
Key:
Data
{'content': 'to endure to the end, last out'}