Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
διάκαυσις
View word page
διακάρδιος
heart-piercing
ShortDef
heart-piercing
Debugging
Headword:
διακάρδιος
Headword (normalized):
διακάρδιος
Headword (normalized/stripped):
διακαρδιος
IDX:
21133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21134
Key:
Data
{'content': 'heart-piercing'}