Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
διακαυνιάζω
View word page
διακαραδοκέω
to expect anxiously

ShortDef

to expect anxiously

Debugging

Headword:
διακαραδοκέω
Headword (normalized):
διακαραδοκέω
Headword (normalized/stripped):
διακαραδοκεω
IDX:
21132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21133
Key:

Data

{'content': 'to expect anxiously'}