Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
διάκαυμα
View word page
διακαπηλεύω
sell by retail
ShortDef
sell by retail
Debugging
Headword:
διακαπηλεύω
Headword (normalized):
διακαπηλεύω
Headword (normalized/stripped):
διακαπηλευω
IDX:
21131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21132
Key:
Data
{'content': 'sell by retail'}