Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
διακαυλέω
View word page
διακανάσσω
run gurgling through

ShortDef

run gurgling through

Debugging

Headword:
διακανάσσω
Headword (normalized):
διακανάσσω
Headword (normalized/stripped):
διακανασσω
IDX:
21130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21131
Key:

Data

{'content': 'run gurgling through'}