Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
διακάτοχος
View word page
διάκαμψις
bending
ShortDef
bending
Debugging
Headword:
διάκαμψις
Headword (normalized):
διάκαμψις
Headword (normalized/stripped):
διακαμψις
IDX:
21129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21130
Key:
Data
{'content': 'bending'}