Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακατοχή
View word page
διακαμπυλόω
bend

ShortDef

bend

Debugging

Headword:
διακαμπυλόω
Headword (normalized):
διακαμπυλόω
Headword (normalized/stripped):
διακαμπυλοω
IDX:
21128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21129
Key:

Data

{'content': 'bend'}