Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
διακατέχω
View word page
διακάμπτω
bend
ShortDef
bend
Debugging
Headword:
διακάμπτω
Headword (normalized):
διακάμπτω
Headword (normalized/stripped):
διακαμπτω
IDX:
21127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21128
Key:
Data
{'content': 'bend'}