Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
διακατελέγχομαι
View word page
διακαλύπτω
to reveal to view

ShortDef

to reveal to view

Debugging

Headword:
διακαλύπτω
Headword (normalized):
διακαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
διακαλυπτω
IDX:
21126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21127
Key:

Data

{'content': 'to reveal to view'}