Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
διακαρτέρησις
View word page
διακαλοκαγαθίζομαι
vie with another in virtue

ShortDef

vie with another in virtue

Debugging

Headword:
διακαλοκαγαθίζομαι
Headword (normalized):
διακαλοκαγαθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διακαλοκαγαθιζομαι
IDX:
21125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21126
Key:

Data

{'content': 'vie with another in virtue'}