Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
διακαπηλεύω
διακαραδοκέω
διακάρδιος
διακαρτερέω
View word page
διακαλλωπίζω
adorn

ShortDef

adorn

Debugging

Headword:
διακαλλωπίζω
Headword (normalized):
διακαλλωπίζω
Headword (normalized/stripped):
διακαλλωπιζω
IDX:
21124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21125
Key:

Data

{'content': 'adorn'}