Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
διακαμπυλόω
διάκαμψις
διακανάσσω
View word page
διακαίω
to burn through, heat to excess

ShortDef

to burn through, heat to excess

Debugging

Headword:
διακαίω
Headword (normalized):
διακαίω
Headword (normalized/stripped):
διακαιω
IDX:
21120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21121
Key:

Data

{'content': 'to burn through, heat to excess'}