Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
διακαλύπτω
διακάμπτω
View word page
διακαθίζω
to make to sit apart, set apart

ShortDef

to make to sit apart, set apart

Debugging

Headword:
διακαθίζω
Headword (normalized):
διακαθίζω
Headword (normalized/stripped):
διακαθιζω
IDX:
21117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21118
Key:

Data

{'content': 'to make to sit apart, set apart'}