Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
διακαλοκαγαθίζομαι
View word page
διακάθημαι
take up position

ShortDef

take up position

Debugging

Headword:
διακάθημαι
Headword (normalized):
διακάθημαι
Headword (normalized/stripped):
διακαθημαι
IDX:
21115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21116
Key:

Data

{'content': 'take up position'}