Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
διακάλισις
διακαλλωπίζω
View word page
διακαθέζομαι
to sit each in his own seat
ShortDef
to sit each in his own seat
Debugging
Headword:
διακαθέζομαι
Headword (normalized):
διακαθέζομαι
Headword (normalized/stripped):
διακαθεζομαι
IDX:
21114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21115
Key:
Data
{'content': 'to sit each in his own seat'}