Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλίνδω
View word page
διακάθαρσις
a thorough cleansing

ShortDef

a thorough cleansing

Debugging

Headword:
διακάθαρσις
Headword (normalized):
διακάθαρσις
Headword (normalized/stripped):
διακαθαρσις
IDX:
21112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21113
Key:

Data

{'content': 'a thorough cleansing'}