Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
διακαινίζομαι
διακαίνω
διακαίω
View word page
διακαθαίρω
to cleanse or purge thoroughly
ShortDef
to cleanse or purge thoroughly
Debugging
Headword:
διακαθαίρω
Headword (normalized):
διακαθαίρω
Headword (normalized/stripped):
διακαθαιρω
IDX:
21110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21111
Key:
Data
{'content': 'to cleanse or purge thoroughly'}